- νεοκατασκεύαστος
- νεο-κατά-σκευος, u. νεο-κατα-σκεύαστος, neu eingerichtet, gemacht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νεοκατασκεύαστος — newly made masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκατασκεύαστος — η, ο (Α νεοκατασκεύαστος, ον) αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα αρχ. αυτός που διορίστηκε πρόσφατα … Dictionary of Greek
νεοκατασκεύαστον — νεοκατασκεύαστος newly made masc/fem acc sg νεοκατασκεύαστος newly made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκατασκευάστοις — νεοκατασκεύαστος newly made masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκατασκευάστῳ — νεοκατασκεύαστος newly made masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκατασκεύαστα — νεοκατασκεύαστος newly made neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκατασκεύαστοι — νεοκατασκεύαστος newly made masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)